υπόχωρος

υπόχωρος
ο, Ν
μαθημ. το μη κενό υποσύνολο Y ενός γραμμικού χώρου Ε πάνω σε ένα σώμα Κ όταν για κάθε x,yєY και aєK ισχύουν τα x + yєY και axєY.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + χώρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”